Πρόκειται για συχνή λοίμωξη δέρματος και βλεννογόνων που αυτοιάται και οφείλεται στον ανθρώπινο ερπητοιό. Υπάρχουν δύο τύποι του ιού: HSV -1 και HSV-2.
Ο πρώτος τύπος, παλαιότερα ήταν υπεύθυνος για τον επιχείλιο έρπητα, αλλά σήμερα ξέρουμε ότι μπορεί να προκαλέσει και έρπητα γεννητικών οργάνων και γλουτών. Ο δεύτερος τύπος, προκαλεί έρπητα γεννητικών οργάνων και είναι ογκογόνος (ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι συχνότερος σε γυναίκες με HSV-2).
Η πρώτη λοίμωξη μπορεί να μην δώσει καθόλου κλινική συμπτωματολογία (υποκλινική λοίμωξη). Σε περίπτωση που δώσει κλινική εικόνα, το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η αιφνίδια εμφάνιση με μεγάλη ένταση των συμπτωμάτων. Κλινικά, έχουμε αίσθημα καύσου και κνησμού, εμφάνιση φυσαλίδων που συρρέουν και τελικά σπάζουν δημιουργώντας εφελκίδες (κρούστα στην επιφάνεια).
Μετά την πρώτη λοίμωξη, ο ιός παραμένει στα αισθητικά νευρικά γάγγλια της περιοχής και μπορεί να υποτροπιάζει κάτω από την δράση παραγόντων όπως: ήλιος, λοιμώξεις του αναπνευστικού, τραύμα, άγχος, έμμηνος ρύση, αφυδάτωση, κόπωση κλπ. Μπορεί πριν την κλινική εμφάνιση της υποτροπής να έχουμε αίσθημα καύσου στην περιοχή για μία ή δύο μέρες πριν.
Η μόλυνση μπορεί να είναι συχνότερη στα χείλη, αλλά ουσιαστικά μπορεί να εμφανισθεί οπουδήποτε στο σώμα. Η δεύτερη πιο συχνή εντόπιση είναι στους γλουτούς. Όταν εμφανίζεται στους γλουτούς, μπορεί να συνοδεύεται με διόγκωση των γειτονικών λεμφαδένων ,μέχρι και ισχιαλγία από πίεση του σύστοιχου ισχιακού νεύρου. Στα γεννητικά όργανα, προκαλεί επώδυνες διαβρώσεις, ορροή, αίσθημα βάρους και διόγκωση γειτονικών λεμφαδένων.
Μόλυνση στα γεννητικά όργανα της μητέρας περί τον τοκετό : μπορεί να προκαλέσει συστηματική μόλυνση στο νεογνό , διότι δεν έχει φυσική ανοσία προς τον ιό ( συνιστάται καισαρική τομή).
Διάσπαρτη λοίμωξη: σε ανοσοκατασταλμένα άτομα
Ευλογιοειδές εξάνθημα Kaposi
Ερπητική παρονυχία: συνήθως σε ιατρικό και οδοντιατρικό προσωπικό
Κερατοεπιπεφυκίτιδα: ο οφθαλμικός απλός έρπητας οδηγεί σε θορυβώδη Κερατοεπιπεφυκίτιδα, με αποτέλεσμα μέχρι και τύφλωση.
Πολύμορφο ερύθημα
Αρχικά χρειάζονται να λαμβάνονται μέτρα για την προστασία των υπολοίπων.
Αποφυγή σεξουαλικών επαφών, χρήση αποκλειστικά προσωπικών ειδών (ποτήρι, μαχαιροπίρουνα, πετσέτα) κλπ. Χρειάζονται προληπτικά μέτρα να αποφευχθεί επιμόλυνση, ενώ βοηθά πολύ η καυτηρίαση με καθαρό οινόπνευμα.
Σε περιπτώσεις με μεγάλο οίδημα και πόνο, δίνουμε από το στόμα Ακυκλοβίρη, Βαλακυκλοβίρη και Φαμκυκλοβίρη. Όπου απαιτείται αντιβιοτικά ή παυσίπονα.
Στις περιπτώσεις με συχνές υποτροπές, δίνουμε κατασταλτική αγωγή με τα από του στόματος Αντιερπητικά φάρμακα για 6 με 12 μήνες.